- εκβοηθώ
- ἐκβοηθῶ (-έω) (Α)1. εξορμώ για βοήθεια, τρέχω να βοηθήσω2. επιχειρώ έξοδο, εξορμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκβοηθώ — έω, Α σπεύδω να βοηθήσω μαζί με άλλον («συνεκβοηθήσαντος τοῡ βασιλέως τοῑς πολιορκουμένοις», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκβοηθῶ «εξορμώ για βοήθεια»] … Dictionary of Greek